προσαμμώνω

προσαμμώνω
Ν
καλύπτω κάτι με άμμο, ρίχνω άμμο προκειμένου να γεμίσω κενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + άμμος + κατάλ. -ώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Δ. Κ. Παπαγεωργίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

  • προσάμμωση — η, Ν συσσώρευση άμμου στον βυθό και στις όχθες ποταμών και λιμνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσαμμώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”